λάτρια

λάτρια
λάτριος
of a servant
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λατρίαν — λατρίᾱν , λάτριος of a servant fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… …   Dictionary of Greek

  • κοσμολατρεία — κοσμολατρεία, ἡ (Α) η λατρεία προς τα τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ορθή γραφή τής λ. είναι κοσμολατρία, γιατί αυτή παράγεται από τη λ. κοσμολάτρης (πρβλ. ειδωλο λατρία), ενώ η λ. λατρεία < λατρεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”